- βατιώνας
- ο [βατός (Ι)]τόπος γεμάτος βάτους, βατουνιά.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
βατσινιά — (I) η [βάτσινο] 1. ο βάτος 2. ο βατιώνας 3. το δέντρο συκομορέα, συκαμνιά. (II) η [βατσίνα] η ουλή από τη βατσίνα … Dictionary of Greek